- βατσινώνω
- -ίνωσα, -ινώθηκα, βατσινωμένος, κάνω εμβόλιο κατά της ευλογιάς: Φέραν γιατρό στο σχολείο και βατσίνωσε όλη την τάξη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δαμαλίζω — ισα, δαμαλισμένος, εμβολιάζω κατά της ευλογιάς, βατσινώνω, μπολιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)